παντεπόπτου

παντεπόπτου
παντεπόπτης
all-seeing
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παντεπόπτου, μονή — Μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο σήμερα είναι τζαμί με το όνομα Εσκί Ιμαρέτ. Βρίσκεται στη γειτονιά Ουν Καμπάν, περίπου 150 μέτρα από το Ζεϊρέκ τζαμί, το επίσης άλλοτε μοναστήρι του Παντοκράτορα. Χτίστηκε τον 11ο αι. από την Άννα… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”